πρωτόθρους

πρωτόθρους
-ουν, και πρωτόθροος, -οον, Μ
αυτός που μίλησε για κάτι πρώτος, προφητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -θροος / -θρους (< θροῦς < θρέομαι «κραυγάζω, βγάζω φωνή»), πρβλ. πολύ-θρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”